Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεχυρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενεχυρικ
ός
η
ενεχυρικ
ή
το
ενεχυρικ
ό
γενική
του
ενεχυρικ
ού
της
ενεχυρικ
ής
του
ενεχυρικ
ού
αιτιατική
τον
ενεχυρικ
ό
την
ενεχυρικ
ή
το
ενεχυρικ
ό
κλητική
ενεχυρικ
έ
ενεχυρικ
ή
ενεχυρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενεχυρικ
οί
οι
ενεχυρικ
ές
τα
ενεχυρικ
ά
γενική
των
ενεχυρικ
ών
των
ενεχυρικ
ών
των
ενεχυρικ
ών
αιτιατική
τους
ενεχυρικ
ούς
τις
ενεχυρικ
ές
τα
ενεχυρικ
ά
κλητική
ενεχυρικ
οί
ενεχυρικ
ές
ενεχυρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεχυρικός
<
ενέχυρο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενεχυρικός
-ή -ό
που έχει
σχέση
με
ενέχυρο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενέχυρο
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεχυρικός