Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεχυρικός η ενεχυρική το ενεχυρικό
      γενική του ενεχυρικού της ενεχυρικής του ενεχυρικού
    αιτιατική τον ενεχυρικό την ενεχυρική το ενεχυρικό
     κλητική ενεχυρικέ ενεχυρική ενεχυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεχυρικοί οι ενεχυρικές τα ενεχυρικά
      γενική των ενεχυρικών των ενεχυρικών των ενεχυρικών
    αιτιατική τους ενεχυρικούς τις ενεχυρικές τα ενεχυρικά
     κλητική ενεχυρικοί ενεχυρικές ενεχυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεχυρικός < ενέχυρο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενεχυρικός -ή -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία