με
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- με < μετά με αποβολή της β' συλλαβής, όταν ακολουθούσε άρθρο
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
με
- δηλώνει:
- συνοδεία, συντροφιά, παρέα
- διαβάζω με τη Μαρία
- συνύπαρξη
- θέλει να ζήσει με τη Μαρία
- τρόπο
- αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με ψυχραιμία
- μέσο ή όργανο
- θα ταξιδέψουμε με πλοίο
- οι εργάτες σκάβουν με τις αξίνες
- σχέση ή αναφορά
- έχει εμμονή με την καθαριότητα
- δεν άντεξα με όσα άκουγα κι έβαλα τις φωνές
- ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία, φιλική ή εχθρική επικοινωνία
- είναι το ίδιο ψηλός με το Γιώργο
- μοιάζει πολύ με τον πατέρα της
- συμφώνησαν με τους διευθυντές
- έχει στεναχωρηθεί με όσα της είπα
- καιρικές συνθήκες
- θα μειωθεί η παραγωγή με τόση ζέστη
- ψυχική κατάσταση
- γέλασε με την καρδιά της
- ιδιοκτησία, κυριότητα, κατοχή
- οικογένεια με δύο αυτοκίνητα
- χαρακτηριστικό, ιδιότητα, περιεχόμενο
- ψηλή με εκφραστικό βλέμμα
- άνθρωπος με θάρρος
- ποτήρι με νερό
- χρόνο ή χρονικό όριο
- γύρισε στο σπίτι με το βραδάκι
- να κάνομε διακοπές 10 με 20 του μήνα;
- ποσό, αντάλλαγμα
- πληρώνομε με ευρώ
- αντίθεση, εναντίωση (ισοδυναμεί με το παρά)
- με τόσες δυσκολίες είναι αξιοπρεπής
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
με
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για συνοδεία, συντροφιά, παρέα, συνύπαρξη, ιδιοκτησία, κυριότητα, κατοχή, χαρακτηριστικό, ιδιότητα, περιεχόμενο