μου
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- μου < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
μου
- γενική της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου (εγώ)
- ↪ Το παιδί μού είπε την αλήθεια.
- κτητική αντωνυμία α' προσώπου
- ↪ Το παιδί μου έχει γενέθλια.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- μου < (ηχομιμητική λέξη)
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
μου άκλιτο συνήθως με παρατεταμένο το ου
- (φωνή ζώου) ο ήχος του μουκανητού (μούγκρισμα) της αγελάδας και του βοδιού
- ※ Μου, μου … η αγελάδα. Μου … έκανε η αγελάδα, σαν αν έλεγε: «Θέλω το φαγητό μου. Φέρε, Άννα, φύλλα». Η Άννα έφερε φύλλα. Η αγελάδα έτρωγε κι εκουνούσε την ουρά.
- Ι.Κ. Γιαννέλης - Γ.Κ. Σακκάς, Αλφαβητάριο, εικονογράφηση: Κώστας Γραμματόπουλος (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 41964), σσ. 72-73.
- ※ Μου, μου … η αγελάδα. Μου … έκανε η αγελάδα, σαν αν έλεγε: «Θέλω το φαγητό μου. Φέρε, Άννα, φύλλα». Η Άννα έφερε φύλλα. Η αγελάδα έτρωγε κι εκουνούσε την ουρά.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μου
Ετυμολογία 3Επεξεργασία
- μου < μι με τον φθόγγο [u]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μου άκλιτο