Δείτε επίσης: μού, μοῦ

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

μου

  1. γενική της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου (εγώ)
      Το παιδί μού είπε την αλήθεια. (είπε σε μένα)
    Για τον τόνο στο μού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
    παλιότερη γραφή: μοῦ
  2. κτητική αντωνυμία α' προσώπου
      Το παιδί μου έχει γενέθλια. (το δικό μου παιδί)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Επιφώνημα

επεξεργασία

μου άκλιτο συνήθως με παρατεταμένο το ου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
μου < μι με τον φθόγγο [u]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μου άκλιτο