Δείτε επίσης: ούτος, οὕτως, ούτως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὗτος < θέμα του άρθρου , (), τό, + επαύξηση -υ- (Ϝ) + δεικτικό θέμα το- (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *to- . *tā-) που συναντάμε στις πλάγιες πτώσεις του άρθρου (όπως τόν, τήν) με αποτέλεσμα τύπους όπως τού-του, τού-τῳ, ταύ-της, ταῦ-τα[1]
Ήδη μυκηναϊκή 𐀵𐀵 (to-to, ουδέτερο τό-το)

  Αντωνυμία επεξεργασία

οὗτος, αὕτη, τοῦτο

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ούτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία