Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὕτως < οὗτος

  Επίρρημα επεξεργασία

οὕτως και οὕτω και οὑτωσί

  1. έτσι, τοιουτοτρόπως, με αυτόν τον τρόπο
  2. τόσο, τόσο πολύ (oὕτως + επίθετο ή επίρρημα)