τοῦτο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατοῦτο
- (δεικτική αντωνυμία) ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους (τοῦτο) του οὗτος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαη δεικτική αντωνυμία «οὗτος» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ονομαστική | οὗτος | αὕτη | τοῦτο | οὗτοι δωρικός τοῦτοι |
αὗται δωρικός ταῦται |
ταῦτᾰ | τούτω | ||
γενική | τούτου ιωνικός τουτέου |
ταύτης ιωνικός ταυτέης δωρικός τούτᾱς |
τούτου | τούτων ιωνικός τουτέων |
τούτοιν | ||||
δοτική | τούτῳ | ταύτῃ | τούτῳ | τούτοις | ταύταις | τούτοις | τούτοιν | ||
αιτιατική | τοῦτον | ταύτην | τοῦτο | τούτους | ταύτᾱς | ταῦτᾰ | τούτω | ||
κλητική | ὦ οὗτος! | ὦ αὕτη! | — | — | — | — | — | ||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |