Ετυμολογία

επεξεργασία
γε < λείπει η ετυμολογία

γε

Διός γε διδόντος : αν το θέλει ο Θεός ή αν βέβαια το θέλει ο Θεός (η διαφορά του "αν θέλει ο Θεός" με το "άμα θέλει ο Θεός" ή "εφόσον θέλει ο Θεός")
ὧδέ γε: ώστε τουλάχιστον -έτσι και όχι αλλιώς
οὐ δύο γε ούτε κάν δύο
οὐ φθόγγος γε: ούτε κουβέντα, τσιμουδιά
γε μήν: αλλά όμως
γε δή: λοιπόν
γέ που : οπωσδήποτε
καλῶς γε ποιῶν : και πολύ καλά έκανε, όχι απλώς καλά,
εἶμί γε : εντάξει, ας πάω λοιπόν, θα πάω τότε, θα πάω λοιπόν (υπονοώντας τελική συγκατάθεση)
εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ . . εἰσίν : αν έχουν οι θεοί κανένα θεό να τους προστατεύει (αμετάφραστο, σαν να μπαίνει στο λόγο απλώς για λόγους ευφωνίας και προφοράς)

Άλλες μορφές

επεξεργασία