γε
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜόριο
επεξεργασίαγε
- μόνο του ή ενωμένο με αντωνυμία τονίζει, δίνει απλά έμφαση στη λέξη που συνοδεύει ή προσθέτει σε αυτήν μια ελαφριά απόχρωση άλλης έννοιας όπως της έννοιας τουλάχιστον, ούτε καν, βέβαια, λοιπόν, όντως, πράγματι, επίσης, ακριβώς, ίσα-ίσα, δηλαδή, μάλιστα ως επιτατικό
- Διός γε διδόντος : αν το θέλει ο Θεός ή αν βέβαια το θέλει ο Θεός (η διαφορά του "αν θέλει ο Θεός" με το "άμα θέλει ο Θεός" ή "εφόσον θέλει ο Θεός")
- ὧδέ γε: ώστε τουλάχιστον -έτσι και όχι αλλιώς
- οὐ δύο γε ούτε κάν δύο
- οὐ φθόγγος γε: ούτε κουβέντα, τσιμουδιά
- γε μήν: αλλά όμως
- γε δή: λοιπόν
- γέ που : οπωσδήποτε
- καλῶς γε ποιῶν : και πολύ καλά έκανε, όχι απλώς καλά,
- εἶμί γε : εντάξει, ας πάω λοιπόν, θα πάω τότε, θα πάω λοιπόν (υπονοώντας τελική συγκατάθεση)
- εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ . . εἰσίν : αν έχουν οι θεοί κανένα θεό να τους προστατεύει (αμετάφραστο, σαν να μπαίνει στο λόγο απλώς για λόγους ευφωνίας και προφοράς)