Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.laˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δηλαδής
ομόηχο: Δηλαδή (γυναικείο επώνυμο)

Σύνδεσμος

επεξεργασία

δηλαδή

  • επεξηγηματικός σύνδεσμος: τουτέστιν, δηλονότι, λοιπόν, με άλλα λόγια, για την ακρίβεια, πιο αναλυτικά, συγκεκριμένα
      Το είπα στον αδελφό του, δηλαδή στον Κώστα. (διευκρινίζω σε ποιον από τους αδελφούς αναφέρομαι)
      Δηλαδή το δέχτηκε; (εννοείς ότι το δέχτηκε;)
      Να πάρουμε αυτοκίνητο; Πώς δηλαδή; (ή Δηλαδή πώς το εννοείς;) (πώς μπορούμε να το πάρουμε, αφού δεν έχουμε χρήματα;)
      Δηλαδή πώς το είπε; (γίνε πιο αναλυτικός)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία