Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλαδή < αρχαία ελληνική δηλαδή < δῆλα + δή < δῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dyew- (ουρανός, λάμπω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.laˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐λα‐δής
ομόηχο: Δηλαδή (γυναικείο επώνυμο)

  Σύνδεσμος επεξεργασία

δηλαδή

  • επεξηγηματικός σύνδεσμος: τουτέστιν, δηλονότι, λοιπόν, με άλλα λόγια, για την ακρίβεια, πιο αναλυτικά, συγκεκριμένα
    Το είπα στον αδελφό του, δηλαδή στον Κώστα. (διευκρινίζω σε ποιον από τους αδελφούς αναφέρομαι)
    Δηλαδή το δέχτηκε; (εννοείς ότι το δέχτηκε;)
    Να πάρουμε αυτοκίνητο; Πώς δηλαδή; (ή Δηλαδή πώς το εννοείς;) (πώς μπορούμε να το πάρουμε, αφού δεν έχουμε χρήματα;)
    Δηλαδή πώς το είπε; (γίνε πιο αναλυτικός)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία