δηλαδή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δηλαδή < αρχαία ελληνική δηλαδή < δῆλα + δή < δῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dyew- (ουρανός, λάμπω)
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
δηλαδή
- επεξηγηματικός σύνδεσμος: τουτέστιν, δηλονότι, λοιπόν, με άλλα λόγια, για την ακρίβεια, πιο αναλυτικά, συγκεκριμένα
- το είπα στον αδελφό του, δηλαδή τον Κώστα (διευκρινίζω σε ποιον από τους αδελφούς αναφέρομαι)
- Δηλαδή το δέχτηκε; (εννοείς ότι το δέχτηκε;)
- Να πάρουμε αυτοκίνητο; Πώς δηλαδή; (ή Δηλαδή πώς το εννοείς;) (πώς μπορούμε να το πάρουμε αφού δεν έχουμε λεφτά;)
- δηλαδή πώς το είπε; (γίνε πιο αναλυτικός)