Δείτε επίσης: δήλος, Δῆλος, Δήλος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δῆλος δήλη
& δῆλος
τὸ δῆλον
      γενική τοῦ δήλου τῆς δήλης
& δήλου
τοῦ δήλου
      δοτική τῷ δήλ τῇ δήλ
& δήλ
τῷ δήλ
    αιτιατική τὸν δῆλον τὴν δήλην
& δῆλον
τὸ δῆλον
     κλητική ! δῆλε δήλη
& δῆλε
δῆλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δῆλοι αἱ δῆλαι
& δῆλοι
τὰ δῆλ
      γενική τῶν δήλων τῶν δήλων
& δήλων
τῶν δήλων
      δοτική τοῖς δήλοις ταῖς δήλαις
& δήλοις
τοῖς δήλοις
    αιτιατική τοὺς δήλους τὰς δήλᾱς
& δήλους
τὰ δῆλ
     κλητική ! δῆλοι δῆλαι
& δῆλοι
δῆλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δήλω τὼ δήλ
& δήλω
τὼ δήλω
      γεν-δοτ τοῖν δήλοιν τοῖν δήλαιν
& δήλοιν
τοῖν δήλοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

δῆλος, -η / (-ος), -ον

  1. φανερός, ορατός
  2. (μεταφορικά) κατανοητός, σαφής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)