Δείτε επίσης: δῆλος, Δήλος, δήλος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δῆλος
      γενική τῆς Δήλου
      δοτική τῇ Δήλ
    αιτιατική τὴν Δῆλον
     κλητική ! Δῆλε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δῆλος < δῆλος (φανερός, ορατός), δηλαδή, ως θηλυκό «αυτή που φαίνεται, που εμφανίστηκε και έγινε ορατή»

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δῆλος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία