λάμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λάμπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlam.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐μπω
Ρήμα
επεξεργασίαλάμπω, πρτ.: έλαμπα, στ.μέλλ.: θα λάμψω, αόρ.: έλαμψα (χωρίς παθητική φωνή)
- ακτινοβολώ φως
- ⮡ ο ήλιος λάμπει
- ※ Ο Σακαρέλος κοίταξε άφωνος τα μάτια της, που λάμπανε στο σκοτάδι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- (μεταφορικά)
- ⮡ το δωμάτιο έλαμπε από καθαριότητα
- ⮡ το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά
Εκφράσεις
επεξεργασία- λάμπει διά της απουσίας του (ειρωνικά, συνήθως στον αόριστο) έλαμψε δια της απουσίας του
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λαμπ-
λαμπ-
- αιθερολάμπω
- αλαμπής
- άλαμπος
- αναλαμπή
- λάμπα
- λαμπάδα & συγγενικά
- λαμπατέρ
- λαμπερός & συγγενικά
- λαμπόγυαλο
- λαμποκοπάω, λαμποκοπώ
- λαμπρός, λαμπρο- & συγγενικά
- λαμπτήρας
- λαμπυρίδα
- λαμπυρίζω
- λαμπύρισμα
- λάμψη
- πυγολαμπίδα
- παρετυμολογική σύνδεση: λαμπίκος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λάμπω | έλαμπα | θα λάμπω | να λάμπω | λάμποντας | |
β' ενικ. | λάμπεις | έλαμπες | θα λάμπεις | να λάμπεις | λάμπε | |
γ' ενικ. | λάμπει | έλαμπε | θα λάμπει | να λάμπει | ||
α' πληθ. | λάμπουμε | λάμπαμε | θα λάμπουμε | να λάμπουμε | ||
β' πληθ. | λάμπετε | λάμπατε | θα λάμπετε | να λάμπετε | λάμπετε | |
γ' πληθ. | λάμπουν(ε) | έλαμπαν λάμπαν(ε) |
θα λάμπουν(ε) | να λάμπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έλαμψα | θα λάμψω | να λάμψω | λάμψει | ||
β' ενικ. | έλαμψες | θα λάμψεις | να λάμψεις | λάμψε | ||
γ' ενικ. | έλαμψε | θα λάμψει | να λάμψει | |||
α' πληθ. | λάμψαμε | θα λάμψουμε | να λάμψουμε | |||
β' πληθ. | λάμψατε | θα λάμψετε | να λάμψετε | λάμψτε | ||
γ' πληθ. | έλαμψαν λάμψαν(ε) |
θα λάμψουν(ε) | να λάμψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λάμψει | είχα λάμψει | θα έχω λάμψει | να έχω λάμψει | ||
β' ενικ. | έχεις λάμψει | είχες λάμψει | θα έχεις λάμψει | να έχεις λάμψει | ||
γ' ενικ. | έχει λάμψει | είχε λάμψει | θα έχει λάμψει | να έχει λάμψει | ||
α' πληθ. | έχουμε λάμψει | είχαμε λάμψει | θα έχουμε λάμψει | να έχουμε λάμψει | ||
β' πληθ. | έχετε λάμψει | είχατε λάμψει | θα έχετε λάμψει | να έχετε λάμψει | ||
γ' πληθ. | έχουν λάμψει | είχαν λάμψει | θα έχουν λάμψει | να έχουν λάμψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλάμπω
Συγγενικά
επεξεργασία- πυγολαμπίς, πυγολαμπάς
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λάμπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάμπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.