λαμπίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπίκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαμπίκον με μεταπλασμό σε αρσενικό < βενετική lambico (ιταλική lambicco) μεσαιωνική λατινική alembicum < αραβική إِنْبِيق (al-ʾinbīq, δοχείο απόσταξης) < أَنْبِيق (al-ʾanbīq) < αρχαία ελληνική ἄμβιξ (αντιδάνειο) [1] Η σημασία «καθαρός», από παρετυμολόγηση προς το λάμπω.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbi.kos/ και σε γρήγορο λόγο /laˈbi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπί‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμπίκος άκλιτο σε επιρρηματική χρήση
- (λαϊκότροπο) πολύ καθαρά και αστραφτερά, πεντακάθαρος, πεντακάθαρα
- ⮡ το καθάρισα καλά και έγινε λαμπίκος
- άλλες μορφές: λαμπίκο
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαμπίκος | οι | λαμπίκοι |
γενική | του | λαμπίκου | των | λαμπίκων |
αιτιατική | τον | λαμπίκο | τους | λαμπίκους |
κλητική | λαμπίκε | λαμπίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
λαμπίκος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πεντακάθαρος και αποστακτήρας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαμπίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «ἄμβιξ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .