ἄμβιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀμβῑκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄμβιξ | οἱ | ἄμβικες | |
γενική | τοῦ | ἄμβικος | τῶν | ἀμβίκων | |
δοτική | τῷ | ἄμβικῐ | τοῖς | ἄμβιξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἄμβικᾰ | τοὺς | ἄμβικᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄμβιξ | ἄμβικες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄμβικε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμβίκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄμβιξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄμβιξ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) χύτρα, κάδος, είδος ποτηριού
- → δείτε νέα ελληνική: ο άμβικας (δοχείο απόσταξης)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- ἄμβιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.