Δείτε επίσης: cadus, κᾶδος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάδος οι κάδοι
      γενική του κάδου των κάδων
    αιτιατική τον κάδο τους κάδους
     κλητική κάδε κάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δύο κάδοι απορριμμάτων σε παραλία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάδος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάδος αρσενικό

  1. το ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά
  2. το δοχείο διαφόρων διαστάσεων για τη συλλογή των σκουπιδιών
    ⮡  κάδος απορριμμάτων
  3. το κυλινδρικό περιστρεφόμενο εξάρτημα των πλυντηρίων όπου τοποθετούνται τα ρούχα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάδος οἱ κάδοι
      γενική τοῦ κάδου τῶν κάδων
      δοτική τῷ κάδ τοῖς κάδοις
    αιτιατική τὸν κάδον τοὺς κάδους
     κλητική ! κάδε κάδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάδω
γεν-δοτ τοῖν  κάδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάδος ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Αρχίλοχο < δάνειο σημιτικής προέλευσης,[1][2] Συγγενή: εβραϊκή כַּד (kad), ουγκαριτική 𐎋𐎄 (kd), αραμαϊκή 𐡊𐡃 (kd)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάδος, -ου αρσενικό

  1. αγγείο για νερό ή κρασί
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 20.1
    καὶ Φοινικηίου οἴνου κάδον.
    και ένα πιθάρι κρασί από χουρμάδες.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11, 66 483d, @scaife.perseus, @el.wikisource
    καὶ Ἀρχίλοχος ἐν Ἐλεγείοις ὡς ποτηρίου οὕτως·
    ἀλλ’ ἄγε σὺν κώθωνι θοῆς διὰ σέλματα νηὸς
    φοίτα καὶ κοίλων πώματ’ ἄφελκε κάδων,
    ἄγρει δ’ οἶνον ἐρυθρὸν ἀπὸ τρυγός·
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Αρχίλοχου.
  2. κουβάς για άντληση νερού
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 1002 (1002-1004)
    τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνοίμεθ᾽ ἄν, | ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονὶ | ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν;
    Τί τους θέμε τους γάντζους ν᾽ ανεβάζουμε τους κουβάδες απ᾽ τα πηγάδια μέσα; | Κατέβαζε μια τέτοιανε μπαμπόγρια | να σου τους φέρνει απάνου να τους παίρνεις.
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: λατινικά cadus
  3. μέτρο μέτρησης υγρών
  4. κάλπη, ψηφοδόχος
     συνώνυμα: καδίσκος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάδος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. κάδος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.