άμβικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμβικας | οι | άμβικες |
γενική | του | άμβικα | των | αμβίκων |
αιτιατική | τον | άμβικα | τους | άμβικες |
κλητική | άμβικα | άμβικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμβικας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄμβιξ,[1] από την αιτιατική τὸν ἄμβικα, → δείτε και τον τύπο ἄμβικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμβικας αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 «ἄμβιξ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .