τουρκικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- τουρκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τουρκικός στον πληθυντικό
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τουρκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και τούρκικα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τουρκικά
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
τουρκικά < τουρκικ(ός) + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
τουρκικά
- χρησιμοποιώντας την τουρκική γλώσσα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
τουρκικά
- τουρκικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού