τούρκικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtuɾ.ci.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός : τούρ‐κι‐κα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- τούρκικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τούρκικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίατούρκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τούρκικα
→ δείτε τη λέξη τουρκικά |
Ετυμολογία 2
επεξεργασίατούρκικα < τούρκικ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίατούρκικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατούρκικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τούρκικο