Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμ‐φω‐να

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύμφωνα < σύμφων(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

σύμφωνα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σύμφωνα ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σύμφωνα

  1. αιτιατική ενικού του σύμφωνος, αρσενικό
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμφωνο, ουδέτερο του σύμφωνος