συμφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φω‐νί‐α
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- συμφωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφωνία[1]
- κοινή πεποίθηση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accord
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμφωνία θηλυκό
- η κοινή απόφαση, γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες
- η κοινή πεποίθηση ή δράση ασχέτως υπάρξεως ή μη κάποιας απόφασης
- (φυσική) διατήρηση μεταξύ κυμάτων σταθερής διαφοράς φάσης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συμφωνώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινή απόφαση, κοινή πεποίθηση
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- συμφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική symphonie < λατινική symphonia < αρχαία ελληνική συμφωνία[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμφωνία θηλυκό
- (μουσική) μουσικό έργο μεγάλης έκτασης
Συγγενικά
επεξεργασία- σινφονιέτα
- συμφωνικός (μουσική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουσική
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συμφωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας