κύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύμα | τα | κύματα |
γενική | του | κύματος | των | κυμάτων |
αιτιατική | το | κύμα | τα | κύματα |
κλητική | κύμα | κύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κύμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈci.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία

κύμα ουδέτερο
- η μάζα νερού η οποία ανυψώνεται και χαμηλώνει σε συνεχείς, διαδοχικούς σχηματισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας, μιας λίμνης κ.λπ. από την επίδραση δυνατού ανέμου ή άλλου παράγοντα
- ⮡ έξι ιστιοπλόοι αγωνίστηκαν στα κύματα του Αιγαίου
- ※ Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)
- (συνεκδοχικά) στην ακρογιαλιά
- ⮡ χτίζει σπίτι πάνω στο κύμα
- οτιδήποτε μοιάζει με το κύμα στη μορφή ή την κίνηση
- ⮡ κύματα λάβας / άμμου / ανθρώπων / πιθανοτήτων
- (μεταφορικά) κάθε φαινόμενο ή τάση στη φύση ή την κοινωνία που εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση
- ⮡ κύματα ενθουσιασμού / βίας / ιδιωτικοποιήσεων / μετανάστευσης
- (φυσική) κινούμενη διαταραχή της ενεργειακής στάθμης ενός πεδίου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- βαρυτικά κύματα
- βραχέα κύματα
- διαμήκη κύματα
- εγκάρσιο κύμα
- ηλεκτρομαγνητικό κύμα
- ημιτονοειδές κύμα
- ηχητικό κύμα
- κρουστικό κύμα
- κύμα ακρίβειας
- κύμα ανατιμήσεων
- κύμα βίας
- κύμα ενθουσιασμού
- κύμα καύσωνα
- κύμα μεταναστών
- κύμα οργής
- κύμα ψύχους
- μεσαία κύματα
- μέτωπο κύματος
- μήκος κύματος
- μοναχικό κύμα
- παλλιροϊκό κύμα
- πράσινο κύμα
- στάσιμο κύμα
- χειμέριο κύμα
- υπερβραχέα κύματα
- ωστικό κύμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- έρμαιο των κυμάτων
- κατά κύματα
- κόντρα στο κύμα
- κύματα κύματα
- Νέο Κύμα: ελληνικό μουσικό ρεύμα της δεκαετίας του 1960
- παλεύω με τα κύματα
- περνώ από σαράντα κύματα ή περνώ από χίλια κύματα
- σκάει το κύμα
- στο ίδιο/ σε διαφορετικό μήκος κύματος
- χύμα στο κύμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φλοίσβος
-
κύμα στη Βικιπαίδεια
-
στάσιμο κύμα στη Βικιπαίδεια
-
βαρυτικό κύμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κύμα
Πηγές
επεξεργασία
- κύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κύμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κύμα'.