Δείτε επίσης: κῦμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύμα τα κύματα
      γενική του κύματος των κυμάτων
    αιτιατική το κύμα τα κύματα
     κλητική κύμα κύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
κύματα που χτυπούν πάνω σε βράχια

κύμα ουδέτερο

  1. η μάζα νερού η οποία ανυψώνεται και χαμηλώνει σε συνεχείς, διαδοχικούς σχηματισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας, μιας λίμνης κ.λπ. από την επίδραση δυνατού ανέμου ή άλλου παράγοντα
      έξι ιστιοπλόοι αγωνίστηκαν στα κύματα του Αιγαίου
      Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)
  2. (συνεκδοχικά) στην ακρογιαλιά
      χτίζει σπίτι πάνω στο κύμα
  3. οτιδήποτε μοιάζει με το κύμα στη μορφή ή την κίνηση
      κύματα λάβας / άμμου / ανθρώπων / πιθανοτήτων
  4. (μεταφορικά) κάθε φαινόμενο ή τάση στη φύση ή την κοινωνία που εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση
      κύματα ενθουσιασμού / βίας / ιδιωτικοποιήσεων / μετανάστευσης
  5. (φυσική) κινούμενη διαταραχή της ενεργειακής στάθμης ενός πεδίου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία