Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαταραχή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
διατάραξη
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διαταραχ
ή
οι
διαταραχ
ές
γενική
της
διαταραχ
ής
των
διαταραχ
ών
αιτιατική
τη
διαταραχ
ή
τις
διαταραχ
ές
κλητική
διαταραχ
ή
διαταραχ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαταραχή
<
ελληνιστική κοινή
διαταραχή
(
(
σημασιολογικό δάνειο
)
γαλλική
trouble
/
αγγλική
disorder
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαταραχή
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
διαταράσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαταραχή
αγγλικά
:
disorder
(en)
γαλλικά
:
perturbation
(fr)
,
trouble
(fr)