Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυματιστός η κυματιστή το κυματιστό
      γενική του κυματιστού της κυματιστής του κυματιστού
    αιτιατική τον κυματιστό την κυματιστή το κυματιστό
     κλητική κυματιστέ κυματιστή κυματιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυματιστοί οι κυματιστές τα κυματιστά
      γενική των κυματιστών των κυματιστών των κυματιστών
    αιτιατική τους κυματιστούς τις κυματιστές τα κυματιστά
     κλητική κυματιστοί κυματιστές κυματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματιστός < κυματίζω + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ondulé[1])

  Επίθετο επεξεργασία

κυματιστός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία