ondulé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ondulé | ondulés |
θηλυκό | ondulée | ondulées |
Επίθετο επεξεργασία
ondulé (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη onde
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ondulé | ondulés |
θηλυκό | ondulée | ondulées |
ondulé (fr)