onde
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
onde | ondes |
onde (fr) θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ondé - ondée
- ondée
- ondin - ondine
- ondinisme
- ondoiement
- ondoyant - ondoyante
- ondoyer
- ondulant - ondulante
- ondulation
- ondulatoire
- ondulé - ondulée
- onduler
- onduleur
- onduleux - onduleuse