Ετυμολογία

επεξεργασία
κυματίζω < μεσαιωνική ελληνική κυματίζω < αρχαία ελληνική κυματίζομαι < κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)
(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική flotter ή την αγγλική wave

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.maˈti.zo/

κυματίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία