Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wave waves

wave (en)

ενεστώτας wave
γ΄ ενικό ενεστώτα waves
αόριστος waved
παθητική μετοχή waved
ενεργητική μετοχή waving

wave (en)

  • κουνώ
    ⮡  The children waved flags.
    Tα παιδιά κουνούσαν σημαιούλες.