κῦμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κῦμᾰ | τὰ | κύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | κύμᾰτος | τῶν | κυμᾰ́των |
δοτική | τῷ | κύμᾰτῐ | τοῖς | κύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κῦμᾰ | τὰ | κύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | κῦμᾰ | κύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακῦμα, -ατος ουδέτερο
- (μετεωρολογία) κύμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 429 (στίχοι 428-429)
- ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης, | τῆς ἔχετο στενάχων, ἧος μέγα κῦμα παρῆλθε.
- μαζεύοντας τη δύναμή του, και με τα δυο του χέρια πιάστηκε απ᾽ τον βράχο, | κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας ώσπου το κύμα πέρασε.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης, | τῆς ἔχετο στενάχων, ἧος μέγα κῦμα παρῆλθε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 421 (στίχοι 420-421)
- Αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ᾽ ἀπὸ τοίχους | λῦσε κλύδων τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα.
- Εγώ γυρόφερνα στο πλοίο ακόμη, ώσπου η καταιγίδα έλυσε | τα πλευρά του — έμεινε μόνη πια η καρίνα, έρμαιο στο κύμα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ᾽ ἀπὸ τοίχους | λῦσε κλύδων τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 23.28 @scaife.perseus
- Διὰ τί τὰ κύματα πρότερον φοιτᾷ ἐνίοτε τῶν ἀνέμων; ἢ διότι καὶ τελευτᾷ ὕστερον; τὸ γὰρ πρῶτον πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται τοῦ ὠσθέντος κύματος· ἀφικνεῖται δὲ οὐκ αὐτὸ τὸ πρῶτον ὠσθέν, ἀλλ’ ἀεὶ ἡ ὧσις γίνεται τοῦ ἐχομένου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 429 (στίχοι 428-429)
- κύημα, έμβρυο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 659 (658-659)
- οὐκ ἔστι μήτηρ ἡ κεκλημένη τέκνου | τοκεύς, τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου·
- δεν είναι η μάνα που γεννάει αυτό που λένε | παιδί της· θρέφει μοναχά το νέο το σπέρμα·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- οὐκ ἔστι μήτηρ ἡ κεκλημένη τέκνου | τοκεύς, τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 659 (658-659)
- (μεταφορικά) πλήθος ανθρώπων
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 64
- βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ·
- κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 64
- (για φυτά) βλαστάρι
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De alimentorum facultatibus, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, 2.57.3 @scaife.perseus
- ὁ μὲν οὖν τῆϲ κράμβηϲ, ὃν καὶ κῦμα καλοῦϲιν ἔνιοι, κατὰ ϲυναίρεϲιν ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ διὰ τῶν τριῶν ϲυλλαβῶν ὀνόματοϲ λεγομένου τοῦ κύημα, τῆϲ κράμβηϲ αὐτῆϲ ἧττον ξηραίνει,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De alimentorum facultatibus, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, 2.57.3 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) (για πάθος, δυστυχία, συμφορά, αντιξοότητες κ.α.) κύμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 457b (457b-457c)
- Τοῦτο μὲν τοίνυν ἓν ὥσπερ κῦμα φῶμεν διαφεύγειν τοῦ γυναικείου πέρι νόμου λέγοντες, ὥστε μὴ παντάπασι κατακλυσθῆναι τιθέντας ὡς δεῖ κοινῇ πάντα ἐπιτηδεύειν τούς τε φύλακας ἡμῖν καὶ τὰς φυλακίδας, ἀλλά πῃ τὸν λόγον αὐτὸν αὑτῷ ὁμολογεῖσθαι ὡς δυνατά τε καὶ ὠφέλιμα λέγει;
- Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο, σαν κύμα να πούμε, που ξεφύγαμε στη συζήτησή μας για το γυναικείο νόμο, ώστε όχι μόνο να μην καταποντιστούμε ολότελα, όταν ορίζομε πως σ᾽ όλα πρέπει από κοινού να καταγίνουνται και οι φύλακες και οι φυλακίδες μας, αλλά και ν᾽ αποδείξομε πως είναι σύμφωνος με τον εαυτό του ο λόγος όταν λέει πως και να γίνουν μπορούν και ωφέλιμα είναι αυτά.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Τοῦτο μὲν τοίνυν ἓν ὥσπερ κῦμα φῶμεν διαφεύγειν τοῦ γυναικείου πέρι νόμου λέγοντες, ὥστε μὴ παντάπασι κατακλυσθῆναι τιθέντας ὡς δεῖ κοινῇ πάντα ἐπιτηδεύειν τούς τε φύλακας ἡμῖν καὶ τὰς φυλακίδας, ἀλλά πῃ τὸν λόγον αὐτὸν αὑτῷ ὁμολογεῖσθαι ὡς δυνατά τε καὶ ὠφέλιμα λέγει;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 824 (822-824)
- κακῶν δ᾽, ὦ τάλας, πέλαγος εἰσορῶ | τοσοῦτον ὥστε μήποτ᾽ ἐκνεῦσαι πάλιν | μηδ᾽ ἐκπερᾶσαι κῦμα τῆσδε συμφορᾶς.
- Τί μεγάλη φουρτούνα που μ᾽ άρπαξε! | Καμιά δεν έχω ελπίδα να γλιτώσω | απ᾽ της συφοράς μου τ᾽ αγριοκύματα!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- κακῶν δ᾽, ὦ τάλας, πέλαγος εἰσορῶ | τοσοῦτον ὥστε μήποτ᾽ ἐκνεῦσαι πάλιν | μηδ᾽ ἐκπερᾶσαι κῦμα τῆσδε συμφορᾶς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 457b (457b-457c)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κυμ-
κυμ-
- ἀκροκυματόω
- ἀκύμαντος
- ἀκύματος
- ἄκυμος
- ἀκύμων
- ἁλικύμων
- ἀμφικύμων
- ἀντικυμαίνομαι
- ἀντικυματίζω
- ἀντικυματόω
- ἀπωσικύματος
- ἀρικύμων
- βαθυκύμων
- βυθοκυματοδρόμος
- δεκακυμία
- διακυμαίνω
- δίκυμος
- δυσκύμαντος
- ἐγκύματος
- ἐγκυμονέω, ἐγκυμονῶ
- ἐγκύμων
- ἐκκυμαίνω
- ἐκκύμανσις
- ἐκκύματα
- ἐκκυματίζομαι
- ἐπικυμαίνω
- ἐπικυματίζω
- ἐπικυμάτωσις
- εὐκύμαντος
- κυμαίνω
- κύμανσις
- κυμάς
- κυματηδόν
- κυματηρός
- κυματίας
- κυματίζομαι
- κυμάτιον: υποκοριστικό του κῦμα
- κυματοαγής
- κυματοβόλος
- κυματοδρόμος
- κυματοειδής
- κυματόεις
- κυματολήγη
- κυματοπλήξ
- κυματότροφος
- κυματοφορτίδες
- κυματοφθόρος
- κυματόω
- κυματωγή
- κυματώδης
- κυμάτωσις
- κυμοδέγμων
- κυμοδόκη
- κυμοθαλής
- κυμοθόη
- κυμόκτυπος
- Κυμοπόλεια
- κυμορρώξ
- κυμοτόκος
- κυμοτόμος
- Κυμώ
- λειοκυμονέω
- λειοκύμων
- λευκοκύμων
- μεγαλοκύμων
- μετακύμιος
- παρακυμάτιο
- πεντακυμία
- περικυμαίνω
- περικύμων
- πολυκύματος
- πολυκύμων
- προκυμία
- προσκυμαίνω
- πρωτοκύμων
- στενοκύμων
- συγκυμαίνομαι
- τετρακυμία
- τρικυμία
- ὑποκυμαίνω
- ὑποκυματίζω
Πηγές
επεξεργασία- κῦμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῦμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.