ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τετρακυμί αἱ τετρακυμίαι
      γενική τῆς τετρακυμίᾱς τῶν τετρακυμιῶν
      δοτική τῇ τετρακυμί ταῖς τετρακυμίαις
    αιτιατική τὴν τετρακυμίᾱν τὰς τετρακυμίᾱς
     κλητική ! τετρακυμί τετρακυμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετρακυμί
γεν-δοτ τοῖν  τετρακυμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετρακυμία (ελληνιστική κοινή) < τετρα- + αρχαία ελληνική κῦμ(α) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετρακυμία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τέτταρα και κῦμα