τετρα-
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τετρα- < αρχαία ελληνική τετρ(α)- < αρχαία ελληνική τέτταρα, που σημαίνει τέσσερα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
τετρα-
- δίνει την έννοια του τέσσερα στο β' συνθετικό
- η λέξη "παράθυρο" είναι τετρασύλλαβη
- η καμπίνα μας είναι τετράκλινη
- η εταιρεία αγόρασε ένα καινούριο τετραξονικό φορτηγό
- επιτατική χρήση, δίνει έμφαση στο β' συνθετικό
- αυτός είναι τετράπαχος, έχει πάρα πολλά περιττά κιλά