Ετυμολογία

επεξεργασία

τετρα-, τετρά- & τετρ- (συνήθως πριν από α)

  1. δίνει την έννοια του τέσσερα στο δεύτερο συνθετικό
      Η λέξη «παράθυρο» είναι τετρασύλλαβη.
      Η καμπίνα μας είναι τετράκλινη.
      Η εταιρεία αγόρασε ένα καινούριο τετραξονικό φορτηγό.
  2. (σε επιτατική χρήση) δίνει έμφαση στο δεύτερο συνθετικό
    τετραπέρατος
      Αυτός είναι τετράπαχος, έχει πάρα πολλά περιττά κιλά.

Μεταφράσεις

επεξεργασία