συνθετικό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.θe.tiˈko/
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- συνθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνθετικός. Εννοείται το ουσιαστικό 'μέρος' ή 'στοιχείο'
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνθετικό ουδέτερο
- (γλωσσολογία, γραμματική) κάθε μία από τις λέξεις που ενώνονται για να δημιουργήσουν μία νέα λέξη με τη διαδικασία της σύνθεσης
- στη λέξη 'πηγαινοέρχομαι' το πρώτο συνθετικό είναι 'πηγαίνω' και το δεύτερο συνθετικό είναι 'έρχομαι'
- νήμα από συνθετική ύλη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνθετικό
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- συνθετικό < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
συνθετικό
- αιτιατική ενικού του συνθετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συνθετικός