↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνθετικός η συνθετική το συνθετικό
      γενική του συνθετικού της συνθετικής του συνθετικού
    αιτιατική τον συνθετικό τη συνθετική το συνθετικό
     κλητική συνθετικέ συνθετική συνθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνθετικοί οι συνθετικές τα συνθετικά
      γενική των συνθετικών των συνθετικών των συνθετικών
    αιτιατική τους συνθετικούς τις συνθετικές τα συνθετικά
     κλητική συνθετικοί συνθετικές συνθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνθετικός < αρχαία ελληνική συνθετικός < σύνθετος < συντίθημι < τίθημι
σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική synthétique[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική synthetic[1] [2]

  Επίθετο

επεξεργασία

συνθετικός, -ή, -ό

  1. που κατασκευάζεται με τεχνητό τρόπο, μέσω ανθρώπινης παρέμβασης, συνθέτοντας χημικά ή άλλα στοιχεία
  2. που γίνεται με σύνθεση, δηλαδή με διαδικασία συνένωσης διαφορετικών στοιχείων σε ένα ενιαίο σύνολο
  3. (γλωσσολογία) που αναφέρεται στη δομή λέξεων ή γλωσσών που χρησιμοποιούν σύνθεση στοιχείων για τη δημιουργία νέων λέξεων ή φράσεων
  4. (ουσιαστικοποιημένο) συνθετικό
  5. (ουσιαστικοποιημένο) συνθετικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 συνθετικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 συνθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας