composition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
composition | compositions |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌkɒmpəˈzɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
composition (en)
- η σύνθεση, η σύσταση
- ⮡ How is body composition examined?
- Πώς εξετάζεται η σύσταση του σώματος;
- ⮡ How is body composition examined?
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) σύνθεση
- δείτε επίσης: Object composition στην αγγλική Βικιπαίδεια