ενικός         πληθυντικός  
composition compositions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

composition (en)

  1. η σύνθεση, η σύσταση
      How is body composition examined?
    Πώς εξετάζεται η σύσταση του σώματος;
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) σύνθεση
    δείτε επίσης: Object composition στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • composition στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ουσιαστικό

επεξεργασία

composition (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία