ενεστώτας compose
γ΄ ενικό ενεστώτα composes
αόριστος composed
παθητική μετοχή composed
ενεργητική μετοχή composing

compose (en)

  1. συντάσσω
  2. συνθέτω
  3. (επίσημο) αποτελώ
    Water is composed of oxygen and hydrogen.
    Το νερό αποτελείται από οξυγόνο και υδρογόνο.
     συνώνυμα:  comprise, consist of, constitute, form, make up και represent