constitute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | constitute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constitutes |
αόριστος | constituted |
παθητική μετοχή | constituted |
ενεργητική μετοχή | constituting |
Ρήμα
επεξεργασίαconstitute (en)
ενεστώτας | constitute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constitutes |
αόριστος | constituted |
παθητική μετοχή | constituted |
ενεργητική μετοχή | constituting |
constitute (en)