αποτελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτελώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτελῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποτελέω < ἀπό + τελέω / τελῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.teˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τε‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίααποτελώ, αόρ.: αποτέλεσα, παθ.φωνή: αποτελούμαι, π.αόρ.: αποτελέστηκα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αποτέλεσμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτελώ | αποτελούσα | θα αποτελώ | να αποτελώ | αποτελώντας | |
β' ενικ. | αποτελείς | αποτελούσες | θα αποτελείς | να αποτελείς | ||
γ' ενικ. | αποτελεί | αποτελούσε | θα αποτελεί | να αποτελεί | ||
α' πληθ. | αποτελούμε | αποτελούσαμε | θα αποτελούμε | να αποτελούμε | ||
β' πληθ. | αποτελείτε | αποτελούσατε | θα αποτελείτε | να αποτελείτε | αποτελείτε | |
γ' πληθ. | αποτελούν(ε) | αποτελούσαν(ε) | θα αποτελούν(ε) | να αποτελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτέλεσα | θα αποτελέσω | να αποτελέσω | αποτελέσει | ||
β' ενικ. | αποτέλεσες | θα αποτελέσεις | να αποτελέσεις | αποτέλεσε | ||
γ' ενικ. | αποτέλεσε | θα αποτελέσει | να αποτελέσει | |||
α' πληθ. | αποτελέσαμε | θα αποτελέσουμε | να αποτελέσουμε | |||
β' πληθ. | αποτελέσατε | θα αποτελέσετε | να αποτελέσετε | αποτελέστε | ||
γ' πληθ. | αποτέλεσαν αποτελέσαν(ε) |
θα αποτελέσουν(ε) | να αποτελέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτελέσει | είχα αποτελέσει | θα έχω αποτελέσει | να έχω αποτελέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτελέσει | είχες αποτελέσει | θα έχεις αποτελέσει | να έχεις αποτελέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτελέσει | είχε αποτελέσει | θα έχει αποτελέσει | να έχει αποτελέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτελέσει | είχαμε αποτελέσει | θα έχουμε αποτελέσει | να έχουμε αποτελέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτελέσει | είχατε αποτελέσει | θα έχετε αποτελέσει | να έχετε αποτελέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτελέσει | είχαν αποτελέσει | θα έχουν αποτελέσει | να έχουν αποτελέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτελούμαι | αποτελούμουν | θα αποτελούμαι | να αποτελούμαι | ||
β' ενικ. | αποτελείσαι | αποτελούσουν | θα αποτελείσαι | να αποτελείσαι | ||
γ' ενικ. | αποτελείται | αποτελούνταν | θα αποτελείται | να αποτελείται | ||
α' πληθ. | αποτελούμαστε | αποτελούμασταν αποτελούμαστε |
θα αποτελούμαστε | να αποτελούμαστε | ||
β' πληθ. | αποτελείστε | αποτελούσασταν αποτελούσαστε |
θα αποτελείστε | να αποτελείστε | αποτελείστε | |
γ' πληθ. | αποτελούνται | αποτελούνταν | θα αποτελούνται | να αποτελούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτελέστηκα | θα αποτελεστώ | να αποτελεστώ | αποτελεστεί | ||
β' ενικ. | αποτελέστηκες | θα αποτελεστείς | να αποτελεστείς | αποτελέσου | ||
γ' ενικ. | αποτελέστηκε | θα αποτελεστεί | να αποτελεστεί | |||
α' πληθ. | αποτελεστήκαμε | θα αποτελεστούμε | να αποτελεστούμε | |||
β' πληθ. | αποτελεστήκατε | θα αποτελεστείτε | να αποτελεστείτε | αποτελεστείτε | ||
γ' πληθ. | αποτελέστηκαν αποτελεστήκαν(ε) |
θα αποτελεστούν(ε) | να αποτελεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτελεστεί | είχα αποτελεστεί | θα έχω αποτελεστεί | να έχω αποτελεστεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποτελεστεί | είχες αποτελεστεί | θα έχεις αποτελεστεί | να έχεις αποτελεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτελεστεί | είχε αποτελεστεί | θα έχει αποτελεστεί | να έχει αποτελεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτελεστεί | είχαμε αποτελεστεί | θα έχουμε αποτελεστεί | να έχουμε αποτελεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτελεστεί | είχατε αποτελεστεί | θα έχετε αποτελεστεί | να έχετε αποτελεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτελεστεί | είχαν αποτελεστεί | θα έχουν αποτελεστεί | να έχουν αποτελεστεί |