Δείτε επίσης: ἀποτελῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποτελώ (αμετάβατο), συνήθως στο γ΄ πρόσωπο, αόρ.: αποτέλεσε/απετέλεσε(λόγιο), παθ.φωνή: αποτελείται, π.πρτ.: αποτελείτο/αποτελούνταν(προφορικό), π.αόρ.: αποτελέστηκε, μτχ.ε.ε.: αποτελώντας, μτχ.π.ε.: αποτελούμενος[2]

  1. είμαι, συνιστώ
    παράδειγμα  Η παρατεταμένη απομόνωση αποτελεί ύψιστο κίνδυνο για την ψυχολογική υγεία.
    παράδειγμα  Η ατομική θεωρία του Δημοκρίτου αποτέλεσε σημαντική βάση για την σημερινή επιστήμη.
  2. (μόνο στον ενικό) είμαι μέρος ή μέλος ενός συνόλου
    παράδειγμα  Επτά ημέρες αποτελούν την εβδομάδα.
    παράδειγμα  Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από πολλά κύτταρα.
     συνώνυμα: απαρτίζω, συγκροτώ, συνιστώ

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε και το ρήμα τελώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποτελώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 αποτελώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)