Δείτε επίσης: από

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπό < ταυτόσημο με το ἄπο (όταν ακολουθούσε το ουσιαστικό που συνόδευε), αρχικά επίρρημα και μετέπειτα πρόθεση < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo

  Πρόθεση

επεξεργασία

ἀπό (κύρια πρόθεση)

δηλώνει

  1. απόσταση υλική και συναισθηματική, μακριά
    ⮡  κατεστρατοπέδευσεν ἀπό ν΄ σταδίων (σε απόσταση πενήντα σταδίων)
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 561 πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ θυμοῦ μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι:
    δε θα καταφέρεις τίποτα, αλλά θα πάψω να σε αγαπώ, θα ξεμακρύνεις από την καρδιά μου
    Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς, @greek-language.gr Σκηνή: Ο Δίας επιπλήττει την Ήρα.
  2. τόπο, βάση, έδρα
    ⮡  οἱ μὲν ἀφ᾽ ἵππων, οἱ δ᾽ ἀπό νηῶν μάχοντο (άλλοι πολεμούσαν από το άλογο κι άλλοι πάνω από το καράβι)
    ⮡  κῶνον ἀναγράφειν ἀπό κύκλου
  3. χρονική αφετηρία
    ⮡  ἀπό δείπνου, ἀφ ἑσπέρας
  4. αιτία, δράστη, δημιουργό
    ⮡  ἀπό τοῦ πάθους
    ⮡  τά πάντα ἀπ' αὐτοῦ ἐγένοντο
  5. τρόπο ή μέσο ή ύλη
    ⮡  ἀπό γλώσσης (προφορικώς), ὀμμάτων ἄπο, ουκ ἀπό δρυός έσσι, ἀπό ξύλου
  6. μεταβολή
    ⮡  ἀθανάταν ἀπό θνατᾶς
  7. χωρισμό, χωριστά
    ⮡  ἀπ᾽ ἀνδρὸς εἶναι (χωρισμένη από τον σύζυγό της), μοῦνος ἀπ ἄλλων (αποκομμένος)
  8. τμήμα, μέρος συνόλου (αντί του ἐκ/ἐξ)
  9. ⮡  ἀπό ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος
  10. καταγωγή, προέλευση, τάξη
    ⮡  τρίτος ἀπό Διός, οἱ ἀπό τῆς πόλεως
  11. σχέση, τον σχετικό με κάτι
    ⮡  οἱ ἀπό φιλοσοφίας καὶ λόγων (οι φιλόσοφοι και οι λόγιοι), οἱ ἀπό σκηνῆς καὶ θεάτρου (οι ηθοποιοί, οι δραματουργοί)
  12. το μέσο βιοπορισμού, τρόπο επιβίωσης
    ⮡  ζῆν ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης, ἀπό κτήνεων καὶ ἰχθύων,
    ⮡  ἀπό πολέμου, ἀπ᾽ ἐλαχίστων χρημάτων,
    ⮡  ἀπό τῆς ἀγορᾶς, τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπό τῶν νήσων,
    ⮡  ἀπό τῶν κοινῶν πλουτεῖν
  13. ως πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων → δείτε τις λέξεις ἀπο-, ἀπ- και ἀφ-

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία