ἀπό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀπό < ταυτόσημο με το ἄπο (όταν ακολουθούσε το ουσιαστικό που συνόδευε), αρχικά επίρρημα και μετέπειτα πρόθεση < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo
Πρόθεση
επεξεργασία
ἀπό (κύρια πρόθεση)
δηλώνει
- απόσταση υλική και συναισθηματική, μακριά
κατεστρατοπέδευσεν ἀπό ν΄ σταδίων (σε απόσταση πενήντα σταδίων)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 561 πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ θυμοῦ μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι:
- δε θα καταφέρεις τίποτα, αλλά θα πάψω να σε αγαπώ, θα ξεμακρύνεις από την καρδιά μου
- Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς, @greek-language.gr Σκηνή: Ο Δίας επιπλήττει την Ήρα.
- τόπο, βάση, έδρα
οἱ μὲν ἀφ᾽ ἵππων, οἱ δ᾽ ἀπό νηῶν μάχοντο (άλλοι πολεμούσαν από το άλογο κι άλλοι πάνω από το καράβι)
κῶνον ἀναγράφειν ἀπό κύκλου
- χρονική αφετηρία
ἀπό δείπνου, ἀφ ἑσπέρας
- αιτία, δράστη, δημιουργό
ἀπό τοῦ πάθους
τά πάντα ἀπ' αὐτοῦ ἐγένοντο
- τρόπο ή μέσο ή ύλη
ἀπό γλώσσης (προφορικώς), ὀμμάτων ἄπο, ουκ ἀπό δρυός έσσι, ἀπό ξύλου
- μεταβολή
ἀθανάταν ἀπό θνατᾶς
- χωρισμό, χωριστά
ἀπ᾽ ἀνδρὸς εἶναι (χωρισμένη από τον σύζυγό της), μοῦνος ἀπ ἄλλων (αποκομμένος)
- τμήμα, μέρος συνόλου (αντί του ἐκ/ἐξ)
ἀπό ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος
- καταγωγή, προέλευση, τάξη
τρίτος ἀπό Διός, οἱ ἀπό τῆς πόλεως
- σχέση, τον σχετικό με κάτι
οἱ ἀπό φιλοσοφίας καὶ λόγων (οι φιλόσοφοι και οι λόγιοι), οἱ ἀπό σκηνῆς καὶ θεάτρου (οι ηθοποιοί, οι δραματουργοί)
- το μέσο βιοπορισμού, τρόπο επιβίωσης
ζῆν ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης, ἀπό κτήνεων καὶ ἰχθύων,
ἀπό πολέμου, ἀπ᾽ ἐλαχίστων χρημάτων,
ἀπό τῆς ἀγορᾶς, τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπό τῶν νήσων,
ἀπό τῶν κοινῶν πλουτεῖν
- ως πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων → δείτε τις λέξεις ἀπο-, ἀπ- και ἀφ-
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀπό - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπό - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.