επιβίωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιβίωση < (επιβιώνω) επιβιω- + -ση.[1] Αναλύεται σε επι- + βιω- + ση. Δείτε και το αρχαία ελληνική ἐπιβιόω < ἐπί + βιόω / βιῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.piˈvi.ɔ.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιβίωση θηλυκό
- η διατήρηση της ζωής μέσα σε αντίξοες συνθήκες
- η επιβίωση ενός σπάνιου είδους ζώου
- δουλεύω για να κερδίσω όσα χρειάζονται για την επιβίωση της οικογένειάς μου
- (μεταφορικά) η συνέχιση της ύπαρξης, το να επιζεί κάποιος
- η επιβίωση των εθίμων
- η οικονομική επιβίωση μιας επιχείρησης
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιβίωση
Επεξεργασία
- ↑ «επιβίωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.