Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η η οι εις
      γενική της ης* των εων
    αιτιατική τη(ν) η τις εις
     κλητική η εις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -σις, μεταρηματικό επίθημα που δήλωνε ενέργεια / -τις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tis[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si/

  Επίθημα επεξεργασία

-ση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ανάλογα με το φωνήεν που προηγείται:

  • -ηση
  • -ιση
  • -ωση

Συγγενικά επεξεργασία

και

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ση < -σις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -σις → και δείτε τη νεοελληνική κατάληξη -ση

  Επίθημα επεξεργασία

-ση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ανάλογα με το φωνήεν που προηγείται:

  • -ηση
  • -ιση
  • -ωση

Συγγενικά επεξεργασία

και