θηλυκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θηλυκός | η | θηλυκή & θηλυκιά |
το | θηλυκό |
γενική | του | θηλυκού | της | θηλυκής & θηλυκιάς |
του | θηλυκού |
αιτιατική | τον | θηλυκό | τη | θηλυκή & θηλυκιά |
το | θηλυκό |
κλητική | θηλυκέ | θηλυκή & θηλυκιά |
θηλυκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θηλυκοί | οι | θηλυκές | τα | θηλυκά |
γενική | των | θηλυκών | των | θηλυκών | των | θηλυκών |
αιτιατική | τους | θηλυκούς | τις | θηλυκές | τα | θηλυκά |
κλητική | θηλυκοί | θηλυκές | θηλυκά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηλυκός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θηλυκός < θῆλυς
Επίθετο
επεξεργασίαθηλυκός, -ή και -ιά, -ό
- που αναφέρεται στο βιολογικό φύλο που γεννά
- που ταιριάζει ή προσιδιάζει στο βιολογικό αυτό φύλο
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη θηλυκό
- (για εξαρτήματα μηχανισμών ή συσκευών) που έχει υποδοχή μέσα στην οποία εισέρχεται το αντίστοιχο αρσενικό εξάρτημα
Συγγενικά
επεξεργασίαθέματα θηλυκ- και θηλυ- από το θῆλυς
Μεταφράσεις
επεξεργασία θηλυκός
Πηγές
επεξεργασία- θηλυκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθηλυκός
- γυναικείος που συμπεριφέρεται ή μοιάζει με γυναίκα
- γυναικείος, που αναφέρεται ή ανήκει σε γυναίκα
- (γραμματική) θηλυκό, θηλυκού γένους
- ≈ συνώνυμα: θηλυκός
- ※ Αριστοφάνης (445-386 πΚΕ, Νεφέλαι (423 πΚΕ), στίχος 581-682 Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου
- [Σκηνή: Ο Σωκράτης κάνει μάθημα στον Στρεψιάδη]
ἔτι δέ γε περὶ τῶν ὀνομάτων μαθεῖν σε δεῖ, / ἅττ᾽ ἄρρεν᾽ ἐστίν, ἅττα δ᾽ αὐτῶν θήλεα.- Τα ονόματα προσώπων πρέπει ακόμα να μάθεις· ποιά είν᾽ αντρίκεια, ποιά γυναίκεια.
- ※ Αριστοτέλης (384-322 πΚΕ), Ποιητική, 1458a10 Μετάφραση: Δημήτριος Λυπουρλής
- αὐτῶν δὲ τῶν ὀνομάτων τὰ μὲν ἄρρενα τὰ δὲ θήλεα τὰ δὲ μεταξύ, ἄρρενα μὲν ὅσα τελευτᾷ εἰς τὸ Ν καὶ Ρ καὶ Σ καὶ ὅσα ἐκ τούτου σύγκειται (ταῦτα δ᾽ ἐστὶν δύο, Ψ καὶ Ξ), θήλεα δὲ ὅσα ἐκ τῶν φωνηέντων εἴς τε τὰ ἀεὶ μακρά, οἷον εἰς Η καὶ Ω, καὶ τῶν ἐπεκτεινομένων εἰς Α
- Αυτά καθεαυτά τα ονόματα είναι άλλα τους αρσενικά, άλλα θηλυκά και άλλα ενδιάμεσα. Αρσενικά είναι όσα λήγουν σε Ν, σε Ρ και σε Σ, καθώς και σ᾽ αυτά που έχουν μέσα τους το Σ (αυτά είναι δύο: το Ψ και το Ξ). Θηλυκά είναι όσα λήγουν στα φωνήεντα που είναι πάντοτε μακρά (τέτοια είναι π.χ. το Η και το Ω) και στο μακρό από έκταση Α.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θῆλυς
Πηγές
επεξεργασία- θηλυκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θηλυκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.