γεννώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γεννώ < αρχαία ελληνική γεννάω/γεννῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
γεννώ
- φέρνω στον κόσμο μια νέα ζωή
- (ψάρια, πουλιά) κάνω αβγά
- (μεταφορικά) δημιουργώ κάτι, παράγω εξ αρχής
- παθητική φωνή γεννιέμαι: έχω εκ φύσεως μια προδιάθεση ή μια ικανότητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- όπως τον γέννησε η μάνα του
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γεννάω - γεννώ | γεννούσα | θα γεννάω - γεννώ | να γεννάω - γεννώ | γεννώντας | |
β' ενικ. | γεννάς | γεννούσες | θα γεννάς | να γεννάς | γέννα - γένναγε | |
γ' ενικ. | γεννάει - γεννά | γεννούσε | θα γεννάει - γεννά | να γεννάει - γεννά | ||
α' πληθ. | γεννάμε - γεννούμε | γεννούσαμε | θα γεννάμε - γεννούμε | να γεννάμε - γεννούμε | ||
β' πληθ. | γεννάτε | γεννούσατε | θα γεννάτε | να γεννάτε | γεννάτε | |
γ' πληθ. | γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | γεννούσαν(ε) | θα γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | να γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γέννησα | θα γεννήσω | να γεννήσω | γεννήσει | ||
β' ενικ. | γέννησες | θα γεννήσεις | να γεννήσεις | γέννησε | ||
γ' ενικ. | γέννησε | θα γεννήσει | να γεννήσει | |||
α' πληθ. | γεννήσαμε | θα γεννήσουμε | να γεννήσουμε | |||
β' πληθ. | γεννήσατε | θα γεννήσετε | να γεννήσετε | γεννήστε | ||
γ' πληθ. | γέννησαν γεννήσαν(ε) |
θα γεννήσουν(ε) | να γεννήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γεννήσει | είχα γεννήσει | θα έχω γεννήσει | να έχω γεννήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γεννήσει | είχες γεννήσει | θα έχεις γεννήσει | να έχεις γεννήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γεννήσει | είχε γεννήσει | θα έχει γεννήσει | να έχει γεννήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γεννήσει | είχαμε γεννήσει | θα έχουμε γεννήσει | να έχουμε γεννήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γεννήσει | είχατε γεννήσει | θα έχετε γεννήσει | να έχετε γεννήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γεννήσει | είχαν γεννήσει | θα έχουν γεννήσει | να έχουν γεννήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γεννημένος - είμαστε, είστε, είναι γεννημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γεννημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γεννημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γεννημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γεννημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γεννημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γεννημένοι |