γεννάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεννάω < γενν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική γεννῶ, συνηρημένος τύπος του γεννάω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεν‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαγεννάω/γεννώ, αόρ.: γέννησα, παθ.φωνή: γεννιέμαι, π.αόρ.: γεννήθηκα, μτχ.π.π.: γεννημένος
- φέρνω στον κόσμο μια νέα ζωή
- (ψάρια, πουλιά) κάνω αβγά
- (μεταφορικά) δημιουργώ κάτι, παράγω εξ αρχής
- παθητική φωνή γεννιέμαι: έχω εκ φύσεως μια προδιάθεση ή μια ικανότητα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γεννάω - γεννώ | γεννούσα | θα γεννάω - γεννώ | να γεννάω - γεννώ | γεννώντας | |
β' ενικ. | γεννάς | γεννούσες | θα γεννάς | να γεννάς | γέννα - γένναγε | |
γ' ενικ. | γεννάει - γεννά | γεννούσε | θα γεννάει - γεννά | να γεννάει - γεννά | ||
α' πληθ. | γεννάμε - γεννούμε | γεννούσαμε | θα γεννάμε - γεννούμε | να γεννάμε - γεννούμε | ||
β' πληθ. | γεννάτε | γεννούσατε | θα γεννάτε | να γεννάτε | γεννάτε | |
γ' πληθ. | γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | γεννούσαν(ε) | θα γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | να γεννάν(ε) - γεννούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γέννησα | θα γεννήσω | να γεννήσω | γεννήσει | ||
β' ενικ. | γέννησες | θα γεννήσεις | να γεννήσεις | γέννα - γέννησε | ||
γ' ενικ. | γέννησε | θα γεννήσει | να γεννήσει | |||
α' πληθ. | γεννήσαμε | θα γεννήσουμε | να γεννήσουμε | |||
β' πληθ. | γεννήσατε | θα γεννήσετε | να γεννήσετε | γεννήστε | ||
γ' πληθ. | γέννησαν γεννήσαν(ε) |
θα γεννήσουν(ε) | να γεννήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γεννήσει | είχα γεννήσει | θα έχω γεννήσει | να έχω γεννήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γεννήσει | είχες γεννήσει | θα έχεις γεννήσει | να έχεις γεννήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γεννήσει | είχε γεννήσει | θα έχει γεννήσει | να έχει γεννήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γεννήσει | είχαμε γεννήσει | θα έχουμε γεννήσει | να έχουμε γεννήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γεννήσει | είχατε γεννήσει | θα έχετε γεννήσει | να έχετε γεννήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γεννήσει | είχαν γεννήσει | θα έχουν γεννήσει | να έχουν γεννήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γεννημένος - είμαστε, είστε, είναι γεννημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γεννημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γεννημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γεννημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γεννημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γεννημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γεννημένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γεννιέμαι | γεννιόμουν(α) | θα γεννιέμαι | να γεννιέμαι | ||
β' ενικ. | γεννιέσαι | γεννιόσουν(α) | θα γεννιέσαι | να γεννιέσαι | ||
γ' ενικ. | γεννιέται | γεννιόταν(ε) | θα γεννιέται | να γεννιέται | ||
α' πληθ. | γεννιόμαστε | γεννιόμαστε γεννιόμασταν |
θα γεννιόμαστε | να γεννιόμαστε | ||
β' πληθ. | γεννιέστε | γεννιόσαστε γεννιόσασταν |
θα γεννιέστε | να γεννιέστε | γεννιέστε | |
γ' πληθ. | γεννιούνται | γεννιόνταν(ε) γεννιούνταν γεννιόντουσαν |
θα γεννιούνται | να γεννιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γεννήθηκα | θα γεννηθώ | να γεννηθώ | γεννηθεί | ||
β' ενικ. | γεννήθηκες | θα γεννηθείς | να γεννηθείς | γεννήσου | ||
γ' ενικ. | γεννήθηκε | θα γεννηθεί | να γεννηθεί | |||
α' πληθ. | γεννηθήκαμε | θα γεννηθούμε | να γεννηθούμε | |||
β' πληθ. | γεννηθήκατε | θα γεννηθείτε | να γεννηθείτε | γεννηθείτε | ||
γ' πληθ. | γεννήθηκαν γεννηθήκαν(ε) |
θα γεννηθούν(ε) | να γεννηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γεννηθεί | είχα γεννηθεί | θα έχω γεννηθεί | να έχω γεννηθεί | γεννημένος | |
β' ενικ. | έχεις γεννηθεί | είχες γεννηθεί | θα έχεις γεννηθεί | να έχεις γεννηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γεννηθεί | είχε γεννηθεί | θα έχει γεννηθεί | να έχει γεννηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γεννηθεί | είχαμε γεννηθεί | θα έχουμε γεννηθεί | να έχουμε γεννηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γεννηθεί | είχατε γεννηθεί | θα έχετε γεννηθεί | να έχετε γεννηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γεννηθεί | είχαν γεννηθεί | θα έχουν γεννηθεί | να έχουν γεννηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεννάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεννώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεννάω < ενεργητική μορφή του γίγνομαι ίσως με αρχικό τύπο γεγενάω ή γέννα και -ω (οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι η γέννα είναι παράγωγο του γεννάω) (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ρήμα
επεξεργασίαγεννάω-γεννῶ
- γεννάω
- παράγω, προκαλώ, δημιουργώ
- ↪ λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ → χρειάζεται παράθεμα
Παράγωγα
επεξεργασία- μετοχές: γεννήσας,
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- γεννάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γεννάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.