Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεννάω < γενν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική γεννῶ, συνηρημένος τύπος του γεννάω [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεν‐νά‐ω

  ΡήμαΕπεξεργασία

γεννάω/γεννώ, αόρ.: γέννησα, παθ.φωνή: γεννιέμαι, π.αόρ.: γεννήθηκα, μτχ.π.π.: γεννημένος

  1. φέρνω στον κόσμο μια νέα ζωή
  2. (ψάρια, πουλιά) κάνω αβγά
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ κάτι, παράγω εξ αρχής
  4. παθητική φωνή γεννιέμαι: έχω εκ φύσεως μια προδιάθεση ή μια ικανότητα

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεννάω < ενεργητική μορφή του γίγνομαι ίσως με αρχικό τύπο γεγενάω ή γέννα και -ω (οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι η γέννα είναι παράγωγο του γεννάω) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  ΡήμαΕπεξεργασία

γεννάω-γεννῶ

  1. γεννάω
  2. παράγω, προκαλώ, δημιουργώ
    λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ χρειάζεται παράθεμα

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  ΠηγέςΕπεξεργασία