Ετυμολογία

επεξεργασία
γεννάω < γενν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική γεννῶ, συνηρημένος τύπος του γεννάω [1]

γεννάω/γεννώ, αόρ.: γέννησα, παθ.φωνή: γεννιέμαι, π.αόρ.: γεννήθηκα, μτχ.π.π.: γεννημένος

  1. φέρνω στον κόσμο μια νέα ζωή
  2. (ψάρια, πουλιά) κάνω αβγά
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ κάτι, παράγω εξ αρχής
  4. παθητική φωνή γεννιέμαι: έχω εκ φύσεως μια προδιάθεση ή μια ικανότητα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
γεννάω < ενεργητική μορφή του γίγνομαι ίσως με αρχικό τύπο γεγενάω ή γέννα και -ω (οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι η γέννα είναι παράγωγο του γεννάω) (Χρειάζεται επεξεργασία)

γεννάω-γεννῶ

  1. γεννάω
  2. παράγω, προκαλώ, δημιουργώ
      λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ χρειάζεται παράθεμα

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)