Δείτε επίσης: πούλι, Πουλή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουλί τα πουλιά
      γενική του πουλιού των πουλιών
    αιτιατική το πουλί τα πουλιά
     κλητική πουλί πουλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλ(λ)ί(ν) < ελληνιστική κοινή πουλλίον, υποκοριστικό του ποῦλλος < (πωλίον, πῶλος)< λατινική pullus. Δείτε και πουλάρι.[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /puˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐λί
ομόηχο: Πουλή
τονικό παρώνυμο: πούλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουλί ουδέτερο

  1. μικρό ζώο που πετά, πτηνό
  2. (οικείο) το ανδρικό ή γυναικείο αιδοίο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

όπως

Επίσης δείτε

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πουλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας