Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
oiseau oiseaux

  Ετυμολογία Επεξεργασία

oiseau < λατινική aucellus < avicellus < avis

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /wa.zo/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

oiseau (fr) αρσενικό

  1. (ζώο) το πουλί, το πτηνό
  2. (οικείο, ειρωνικό) άτομο, πρόσωπο, το νούμερο
    Tu es un drôle d'oiseau ! - Καλό νούμερο είσαι!

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • à vol d'oiseau - λέγεται για απευθείας αποστάσεις, δηλαδή σαν να πήγαινε κάποιος πετώντας