oiseau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
oiseau | oiseaux |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoiseau (fr) αρσενικό
- (ζώο) το πουλί, το πτηνό
- (οικείο, ειρωνικό) άτομο, πρόσωπο, το νούμερο
- ⮡ Tu es un drôle d'oiseau ! - Καλό νούμερο είσαι!
Εκφράσεις
επεξεργασία- à vol d'oiseau - λέγεται για απευθείας αποστάσεις, δηλαδή σαν να πήγαινε κάποιος πετώντας