άτομο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άτομο | τα | άτομα |
γενική | του | ατόμου | των | ατόμων |
αιτιατική | το | άτομο | τα | άτομα |
κλητική | άτομο | άτομα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άτομο < αρχαία ελληνική ἄτομον, ουδέτερο του επιθέτου ἄτομος < ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άτομο ουδέτερο
- ένας μεμονωμένος άνθρωπος, ένα πρόσωπο
- οι συνέπειες ενός φαινομένου για το άτομο και την κοινωνία
- (ειρωνικά)
- Ρε το άτομο, τι μας είπε πάλι!
- (χημεία) η ελάχιστη μονάδα ενός χημικού στοιχείου
- το μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου
- (λογική) βλ. συνώνυμο ατομική πρόταση