άτομο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άτομο | τα | άτομα |
γενική | του | ατόμου | των | ατόμων |
αιτιατική | το | άτομο | τα | άτομα |
κλητική | άτομο | άτομα | ||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άτομο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄτομον, ουδέτερο του επιθέτου ἄτομος < ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)
- για τον μεμονωμένο άνθρωπο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική individue
- για τον όρος της χημείας > λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική atome [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.to.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐το‐μο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άτομο ουδέτερο
- ένας μεμονωμένος άνθρωπος, ένα πρόσωπο
- ↪ οι συνέπειες ενός φαινομένου για το άτομο και την κοινωνία
- ≠ αντώνυμα: σύνολο, συλλογικότητα, κοινωνία
- (ειρωνικά)
- Ρε το άτομο!, τι μας είπε πάλι!
- (χημεία) η ελάχιστη μονάδα ενός χημικού στοιχείου
- ↪ το μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου
Επεξεργασία
- ατομικός & συγγενικά ατομικ-
- ατομισμός
- ατομιστής
- ατομιστικός
- ατομοκίνητος
- ατομοκρατία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «άτομο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.