πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άτομο τα άτομα
      γενική του ατόμου των ατόμων
    αιτιατική το άτομο τα άτομα
     κλητική άτομο άτομα
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
άτομο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄτομον, ουδέτερο του επιθέτου ἄτομος < ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άτομο ουδέτερο

  1. ένας μεμονωμένος άνθρωπος, ένα πρόσωπο
      οι συνέπειες ενός φαινομένου για το άτομο και την κοινωνία
     αντώνυμα: σύνολο, συλλογικότητα, κοινωνία
  2. (ειρωνικά)
    Ρε το άτομο!, τι μας είπε πάλι!
  3. (χημεία) η ελάχιστη μονάδα ενός χημικού στοιχείου
      το μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία