atom
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
atom (en)
- (φυσική), (χημεία) το άτομο
- (λογική) η ατομική πρόταση
- ≈ συνώνυμα: atomic formula, prime formula
- ≠ αντώνυμα: compound formula, compound proposition
- δείτε επίσης: atomic formula στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- atom στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αλβανικά (sq)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
atom (sq)
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
atom (pl) αρσενικό
Επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
atom (ro)
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
atom (cs) αρσενικό