κοινωνία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινωνία < κοινωνός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική société.[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοινωνία θηλυκό
- σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα και σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες
- ↪ στην αρχαιότητα υπήρχαν αρκετές μητριαρχικές κοινωνίες
- (λόγιο) η συμμετοχή
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύνολο ανθρώπων
Επεξεργασία
- ↑ «κοινωνία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινωνία < κοινων(ός) + -ία < κοινωνέω (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοινωνία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κοινωνία» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κοινωνία» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.