ατομιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατομιστικός < ατομιστής + -ικός
- ατομιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atomistique < atomiste < αρχαία ελληνική ἄτομον < τέμνω
Επίθετο
επεξεργασίαατομιστικός
- που έχει σχέση με τον ατομιστή ή τον ατομισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
- που έχει σχέση με το άτομο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ατομιστικά
- → δείτε τις λέξεις ατομιστής, άτομο και τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατομιστικός
|