ατομισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαατομισμός αρσενικό
- η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αποτελείται κατά κύριο λόγο από ένα σύνολο ιδιοτελών ατόμων παρά από διάφορες κοινωνικές ομάδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατομισμός