Δείτε επίσης: αμάδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομάδα οι ομάδες
      γενική της ομάδας των ομάδων
    αιτιατική την ομάδα τις ομάδες
     κλητική ομάδα ομάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομάδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμάς από την αιτιστική -άδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική groupe, équipe[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈma.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομάδα θηλυκό

  1. σύνολο μερικών ατόμων που βρίσκονται συναθροισμένοι
  2. σύνολο ατόμων που έχουν κάποιο κοινό σκοπό
  3. (ειδικότερα) σύνολο αθλητών που συμμετέχουν σε ομαδικό παιχνίδι αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο
    Η ομάδα μας νίκησε!
  4. σύνολο ομοειδών χημικών στοιχείων
  5. τύπος αίματος
     συνώνυμα: ομάδα αίματος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία