Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /taɪm/
ομόηχο: thyme

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
time times

time (en)

  1. η ώρα
  2. ο καιρός
    There is no time to lose.
    Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
    some time ago - πριν από λίγο καιρό
  3. (οικείο) μέσα (φυλακή)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας time
γ΄ ενικό ενεστώτα times
αόριστος timed
παθητική μετοχή timed
ενεργητική μετοχή timing

time (en)

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καιρός



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
time times

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

time (pt) αρσενικό